- επίτριμμα
- ἐπίτριμμα, τὸ (AM) [επιτρίβω]το επιτριβόμενο πάνω στο πρόσωπο ψιμύθιο, το καλλυντικόμσν.1. πράγμα φθαρμένο από την τριβή2. μτφ. για εταίρα αυτός που έχει μεγάλη τριβή, πείρα σε κάτι, («ἐπίτριμμα ἐρώτων» Νικ. Χων.).
Dictionary of Greek. 2013.